φύγεργος

φύγεργος
φύγεργος [pron. full] [ῠ], ον,
A shunning work, EM199.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φύγεργος — ον, Α αυτός που αποφεύγει την εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω* + εργος (< ἔργον), πρβλ. φίλ εργος] …   Dictionary of Greek

  • φύγεργοι — φύγεργος shunning work masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”